προεικονίζω

προεικονίζω
Μ
1. σχηματίζω εκ τών προτέρων την εικόνα προσώπου ή πράγματος, παριστάνω συμβολικά εκ τών προτέρων, απεικονίζω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («τὴν ἀναίμακτον θυσίαν... αὐτὸς ἀνέκαθεν προεικόνιζε», Γλυκ.)
2. προδιαγράφω, προαναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰκονίζω «αποδίδω την εικόνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεικόνιση — η, Ν [προεικονίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεικονίζω («εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύση... εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ τών προεικονίσεων τής Συντελείας», Παπαδ.) …   Dictionary of Greek

  • проображаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  представляю (προτυπόω, προεικονίζω); (διατυπόω) предварительно… …   Словарь церковнославянского языка

  • προεικόνισμα — ίσματος, τὸ, Μ [προεικονίζω] προεικόνιση («προεικόνισμα τοῡ παναγίου πνεύματος», Ιωάνν. Μον.) …   Dictionary of Greek

  • προεξεικονίζω — Μ [ἐξεικονίζω] 1. ζωγραφίζω προηγουμένως κάτι 2. εξεικονίζω προηγουμένως, προεικονίζω …   Dictionary of Greek

  • προτυπώνω — προτυπῶ, όω, ΝΜΑ [τυπῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί μσν. συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.) μσν. αρχ. 1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω 2.… …   Dictionary of Greek

  • προϋποχαράσσω — Μ [ὑποχαράσσω] προεικονίζω, προδιαγράφω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”