προεικόνιση — η, Ν [προεικονίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεικονίζω («εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύση... εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ τών προεικονίσεων τής Συντελείας», Παπαδ.) … Dictionary of Greek
проображаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} представляю (προτυπόω, προεικονίζω); (διατυπόω) предварительно… … Словарь церковнославянского языка
προεικόνισμα — ίσματος, τὸ, Μ [προεικονίζω] προεικόνιση («προεικόνισμα τοῡ παναγίου πνεύματος», Ιωάνν. Μον.) … Dictionary of Greek
προεξεικονίζω — Μ [ἐξεικονίζω] 1. ζωγραφίζω προηγουμένως κάτι 2. εξεικονίζω προηγουμένως, προεικονίζω … Dictionary of Greek
προτυπώνω — προτυπῶ, όω, ΝΜΑ [τυπῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί μσν. συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.) μσν. αρχ. 1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω 2.… … Dictionary of Greek
προϋποχαράσσω — Μ [ὑποχαράσσω] προεικονίζω, προδιαγράφω … Dictionary of Greek